- σταχυηρός
- -ά, -όν, Α1. το ουδ. ως ουσ. τά σταχυηράτα φυτά που σχηματίζουν στάχυ2. φρ. «σταχυηρὸν σπέρμα» — σπόρος από τον οποίο παράγεται φυτό με στάχια.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταχυηρά — σταχυηρός bearing ears of corn neut nom/voc/acc pl σταχυηρά̱ , σταχυηρός bearing ears of corn fem nom/voc/acc dual σταχυηρά̱ , σταχυηρός bearing ears of corn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυηρῶν — σταχυηρός bearing ears of corn fem gen pl σταχυηρός bearing ears of corn masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυηρόν — σταχυηρός bearing ears of corn masc acc sg σταχυηρός bearing ears of corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek